διαδέχομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek διαδέχομαι (diadékhomai), equivalent to δια- (dia-, “through”) + δέχομαι (déchomai, “to accept”).
Pronunciation
- IPA(key): /ði.aˈðe.xo.me/, /ði̯aˈðe.xo.me/, /ðʝaˈðe.xo.me/ (from formal, to more colloquial)
- Hyphenation: δι‧α‧δέ‧χο‧μαι
Verb
διαδέχομαι • (diadéchomai) deponent (past διαδέχτηκα/διαδέχθηκα)
- (transitive) to succeed, follow (to come next after in order)
- Ο γιος του τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία.
- O gios tou ton diadéchthike stin prothypourgía.
- His son succeeded him as Prime Minister.
Conjugation
διαδέχομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | διαδέχομαι | διαδεχτώ, διαδεχθώ |
2 sg | διαδέχεσαι | διαδεχτείς, διαδεχθείς |
3 sg | διαδέχεται | διαδεχτεί, διαδεχθεί |
1 pl | διαδεχόμαστε | διαδεχτούμε, διαδεχθούμε |
2 pl | διαδέχεστε, {διαδέχεσθε}, διαδεχόσαστε | διαδεχτείτε, διαδεχθείτε |
3 pl | διαδέχονται | διαδεχτούν(ε), διαδεχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | διαδεχόμουν(α) | διαδέχτηκα, διαδέχθηκα |
2 sg | διαδεχόσουν(α) | διαδέχτηκες, διαδέχθηκες |
3 sg | διαδεχόταν(ε) | διαδέχτηκε, διαδέχθηκε |
1 pl | διαδεχόμασταν, (‑όμαστε) | διαδεχτήκαμε, διαδεχθήκαμε |
2 pl | διαδεχόσασταν, (‑όσαστε) | διαδεχτήκατε, διαδεχθήκατε |
3 pl | διαδέχονταν, (διαδεχόντουσαν) | διαδέχτηκαν, διαδεχτήκαν(ε), διαδέχθηκαν, διαδεχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα διαδέχομαι ➤ | θα διαδεχτώ / διαδεχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαδέχεσαι, … | θα διαδεχτείς / διαδεχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαδεχτεί / διαδεχθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαδεχτεί / διαδεχθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαδεχτεί / διαδεχθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διαδέξου |
2 pl | διαδέχεστε, {διαδέχεσθε} | διαδεχτείτε, διαδεχθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | διαδεχόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | διαδεχτεί, διαδεχθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -χθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Synonyms
Related terms
- αλληλοδιαδέχονται (allilodiadéchontai, “succeed each other”) (verb usually in plural)
- αλληλοδιαδοχή f (allilodiadochí, “succession alternation of each other”)
- αλληλοδιάδοχος (allilodiádochos, “succeeding each other”)
- διαδοχή f (diadochí, “succession”)
- διάδοχος m or f (diádochos, “successor, heir”)
- διαδοχικός (diadochikós, “successive, consecutive”)
- διαδοχικότητα f (diadochikótita, “consecutiveness”)
Categories:
- Greek terms borrowed from Ancient Greek
- Greek learned borrowings from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms prefixed with δια-
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek deponent verbs
- Greek transitive verbs
- Greek terms with usage examples
- Greek verbs conjugating like 'δέχομαι'