αλληλοδιάδοχος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Adjective
αλληλοδιάδοχος • (allilodiádochos) m (feminine αλληλοδιάδοχη, neuter αλληλοδιάδοχο)
Declension
Declension of αλληλοδιάδοχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλληλοδιάδοχος • | αλληλοδιάδοχη • | αλληλοδιάδοχο • | αλληλοδιάδοχοι • | αλληλοδιάδοχες • | αλληλοδιάδοχα • |
genitive | αλληλοδιάδοχου • | αλληλοδιάδοχης • | αλληλοδιάδοχου • | αλληλοδιάδοχων • | αλληλοδιάδοχων • | αλληλοδιάδοχων • |
accusative | αλληλοδιάδοχο • | αλληλοδιάδοχη • | αλληλοδιάδοχο • | αλληλοδιάδοχους • | αλληλοδιάδοχες • | αλληλοδιάδοχα • |
vocative | αλληλοδιάδοχε • | αλληλοδιάδοχη • | αλληλοδιάδοχο • | αλληλοδιάδοχοι • | αλληλοδιάδοχες • | αλληλοδιάδοχα • |
Related terms
- αλληλοδιαδοχή f (allilodiadochí, “series, sequence”)
- διαδοχικός (diadochikós, “sequential”)