επιτυγχάνω
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐπιτυγχάνω
Greek
Etymology
Formally, from Ancient Greek ἐπιτυγχάνω (epitunkhánō), from ἐπί (epí), επι- (epi-, “upon”) + τυγχάνω (tyncháno, “happen”).
Pronunciation
Verb
επιτυγχάνω • (epityncháno) (past επέτυχα, passive επιτυγχάνομαι, p‑past επιτεύχθηκα, ppp επιτυχημένος)
- (formal) alternative form of πετυχαίνω (petychaíno)
- (intransitive) to succeed, accomplish, achieve
- (transitive) to succeed in
Conjugation
επιτυγχάνω επιτυγχάνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | επιτυγχάνω (πετυχαίνω →) | επιτύχω | επιτυγχάνομαι | επιτευχθώ |
2 sg | επιτυγχάνεις | επιτύχεις | επιτυγχάνεσαι | επιτευχθείς |
3 sg | επιτυγχάνει | επιτύχει | επιτυγχάνεται | επιτευχθεί |
1 pl | επιτυγχάνουμε, [‑ομε] | επιτύχουμε, [‑ομε] | επιτυγχανόμαστε | επιτευχθούμε |
2 pl | επιτυγχάνετε | επιτύχετε | επιτυγχάνεστε, επιτυγχανόσαστε | επιτευχθείτε |
3 pl | επιτυγχάνουν(ε) | επιτύχουν(ε) | επιτυγχάνονται | επιτευχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | επιτύγχανα | επέτυχα 1 | επιτυγχανόμουν(α) | επιτεύχθηκα |
2 sg | επιτύγχανες | επέτυχες | επιτυγχανόσουν(α) | επιτεύχθηκες |
3 sg | επιτύγχανε | επέτυχε | επιτυγχανόταν(ε) | επιτεύχθηκε,{επετεύχθη} |
1 pl | επιτυγχάναμε | επιτύχαμε | επιτυγχανόμασταν, (‑όμαστε) | επιτευχθήκαμε |
2 pl | επιτυγχάνατε | επιτύχατε | επιτυγχανόσασταν, (‑όσαστε) | επιτευχθήκατε |
3 pl | επιτύγχαναν, επιτυγχάναν(ε) | επέτυχαν, επιτύχαν(ε) | επιτυγχάνονταν, (επιτυγχανόντουσαν) | επιτεύχθηκαν, επιτευχθήκαν[ε], {επετεύχθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα επιτυγχάνω ➤ | θα επιτύχω ➤ | θα επιτυγχάνομαι ➤ | θα επιτευχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιτυγχάνεις, … | θα επιτύχεις, … | θα επιτυγχάνεσαι, … | θα επιτευχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιτύχει | έχω, έχεις, … επιτευχθεί είμαι, είσαι, … επιτυχημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιτύχει | είχα, είχες, … επιτευχθεί ήμουν, ήσουν, … επιτυχημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιτύχει | θα έχω, θα έχεις, … επιτευχθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιτυχημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | επιτύγχανε | πέτυχε 2 | — | — |
2 pl | επιτυγχάνετε | επιτύχετε | επιτυγχάνεστε | επιτευχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | επιτυγχάνοντας ➤ | [επιτυγχανόμενος, ‑η, ‑o] ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας επιτύχει ➤ | επιτυχημένος, ‑η, ‑o 2 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | επιτύχει | επιτευχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. And see the past tense πέτυχα (pétycha) of πετυχαίνω (petychaíno). 2. Common form with the less formal verb πετυχαίνω (petychaíno). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- επιτευχθείς m (epitefchtheís, formal passive past participle), επιτευχθείσα f (epitefchtheísa), επιτευχθέν n (epitefchthén)
- επιτυχών m (epitychón, “successful -candidate-”, formal passive present participle), επιτυχούσα f (epitychoúsa), επιτυχόν n (epitychón)
- and see: επιτυχία f (epitychía, “success, triumph”)