αγκύλη
Jump to navigation
Jump to search
See also: αγκύλι
Greek
Pronunciation
Noun
αγκύλη • (agkýli) f (plural αγκύλες)
- curve, bend, angle
- (typographical) bracket
- (often) square bracket ([ ])
- (less commonly) brace or curly bracket ({ })
- (anatomy) joint: knee, elbow
Declension
Declension of αγκύλη
Related terms
- see: αγκύλος (agkýlos, “curved, hooked”, adjective)
Adjective
αγκύλη • (agkýli)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of αγκύλος (agkýlos).
See also
- . τελεία •
- , κόμμα •
- : δύο τελείες •
- · άνω τελεία •
- ; ερωτηματικό •
- ! θαυμαστικό •
- « » εισαγωγικά •
- " “ ” εισαγωγικά •
- ' ‘ ’ εισαγωγικά •
- ' ’ απόστροφος •
- ¨ διαλυτικά •
- ΄ τόνος •
- ‐ ενωτικό •
- — παύλα •
- … αποσιωπητικά •
- ( ) παρένθεση •
- [ ] αγκύλη •
- { } άγκιστρο •
- » : 〃 ομοιωματικά •
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
Further reading
- αγκύλη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el