Technopedia Center
PMB University Brochure
Faculty of Engineering and Computer Science
S1 Informatics S1 Information Systems S1 Information Technology S1 Computer Engineering S1 Electrical Engineering S1 Civil Engineering

faculty of Economics and Business
S1 Management S1 Accountancy

Faculty of Letters and Educational Sciences
S1 English literature S1 English language education S1 Mathematics education S1 Sports Education
teknopedia

teknopedia

teknopedia

teknopedia

teknopedia

teknopedia
teknopedia
teknopedia
teknopedia
teknopedia
teknopedia
  • Registerasi
  • Brosur UTI
  • Kip Scholarship Information
  • Performance
  1. Wiktionary
  2. Category:Greek colloquialisms
Category:Greek colloquialisms
Help
From Wiktionary, the free dictionary
Edit category data
Recent changes
Newest and oldest pages 
Newest pages ordered by last category link update:
  1. ψυχανώμαλος
  2. μουντιάλ
  3. σπιούνος
  4. χάβρα
  5. λογοδιάρροια
  6. μωρομάνα
  7. κατίνα
  8. κάρο
  9. ατάγιστος
  10. καλούδι
Oldest pages ordered by last edit:
  1. κάγκουρας
  2. Ιούλης
  3. Ιούνης
  4. μαραγκός
  5. κακά
  6. καμήλα
  7. καφενείο
  8. μουσούδι
  9. μούρη
  10. κιοφτές
  1. Fundamental
  2.  » All languages
  3.  » Greek
  4.  » Terms by usage
  5.  » Colloquialisms

Greek terms that are likely to be used primarily in casual conversation rather than in more formal written works, speeches, and discourse.


Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω


Pages in category "Greek colloquialisms"

The following 200 pages are in this category, out of 1,033 total.

(previous page) (next page)

Α

  • α
  • α να χαθείς
  • αβανεύω
  • αβανιά
  • αβανιάζω
  • αβαντζάρω
  • αβάντζο
  • αβαντσάρω
  • αβγαταίνω
  • αβγό μάτι
  • αβδέλλα
  • αγάμητος
  • αγαπημός
  • αγγελοθωρώ
  • αγγελοκρούω
  • Αγγέλω
  • αγέρωχος
  • Αγια-
  • αγιούπας
  • αγουρίλα
  • αγρύπνια
  • αδειάζω
  • αδελφή
  • αδελφομάνα
  • αδερφομοιράδι
  • αδερφομοίρι
  • αέρας
  • αθηναίικος
  • Αθηναίισσα
  • αθηναίκος
  • Αθηνιώτης
  • Αθηνιώτισσα
  • άι
  • Αϊ-
  • αιγιαλός
  • αιμοβόρικος
  • αιωνία
  • ακαλαφάτιστος
  • ακέριος
  • Άκης
  • ακοινωνησιά
  • ακολουθάω
  • ακουαφόρτε
  • ακουμπιστήρι
  • άκουρος
  • άκρια
  • ακροβάτησα
  • αλαδιά
  • αλαλητό
  • αλαλούμ
  • αλάνα
  • αλάνι
  • άλας
  • αλαταριά
  • αλατίστρα
  • αλαφραίνω
  • αλαφρώνω
  • αλεσιά
  • αλησμονάω
  • αλησμονώ
  • αλκοολίκι
  • αλλαξιά
  • αλλοκοτιά
  • αλόγα
  • άμε
  • άμετε
  • αμέτε
  • αμίμητος
  • αμόρε
  • αμπελοχώραφα
  • αμπλαούμπλας
  • αμπόδεμα
  • αμφισβιτιέμαι
  • αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
  • αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια θα τη φώναζα παππού
  • αναδείχνομαι
  • αναδείχνω
  • ανακλαδίζομαι
  • αναμπαίζω
  • Ανάπλι
  • ανάποδη
  • ανάποδος
  • αναρχικιά
  • ανασκάφτω
  • αναφτερώνω
  • ανεβασιά
  • ανέγνωρος
  • ανεμίζω
  • ανεμογκάστρι
  • ανεμόσυρμα
  • ανεμοσυρμή
  • ανεμπαίζω
  • ανεπιτήδευτος
  • ανεχόρταγος
  • ανθίζομαι
  • Άννυ
  • ανοιξιάτικα
  • ανορεξιά
  • ανταρτεύω
  • άντερο
  • αντικατασταίνω
  • αντικόβω
  • αντιμάμαλο
  • αντρέ
  • αντρόγυνο
  • αντροσύνη
  • αντρώνω
  • Ανώνυμοι Αλκοολικοί
  • αξομολόητος
  • απάρθενος
  • άπατα
  • απατός
  • απαυτός
  • απίδι
  • απιδιά
  • απιθώνω
  • απίκο
  • απίστομα
  • άπιστος
  • απλάκωτος
  • αποδείχνομαι
  • αποκαθιστώ
  • αποκατασταίνω
  • αποκόβω
  • απόκομμα
  • αποκραίνομαι
  • αποκρεύω
  • απολαβαίνω
  • απολύω
  • απολωλός
  • απομεινάρι
  • απόξω
  • αποπληξία
  • απορροφάω
  • απορροφιέμαι
  • απορροφούμενος
  • αποσκορακίζω
  • αποσπόρι
  • αποσταίνω
  • απόσταμα
  • αποχτηνώνω
  • αποψεσινός
  • Απρίλης
  • άρα κατάρα
  • άρα μάρα
  • αράζω
  • αραπάκι
  • αράπης
  • αραπιά
  • αραπίνα
  • αραπλής
  • αραποσίτι
  • αραπόσταρο
  • άραχλος
  • αργαστήρι
  • αργάτης
  • -άρης
  • -αρία
  • αρκούδι
  • αρπακόλλας
  • αρπακολλατζής
  • αρχίδι
  • αρχιμαλάκας
  • αρχινάω
  • αρχιτεκτόνισσα
  • αρχύτερα
  • ασβεστόνερο
  • ασίκης
  • ασίκισσα
  • ασούφρωτος
  • ασπλαχνιά
  • άσπρα
  • ασπράδι
  • άσπρη
  • ασταμάτηγος
  • αστοχεύω
  • άσφαιρος
  • άσφαλτος
  • ατάγιστος
  • άτι
  • -άτικα
  • αυτού
  • αυτώνω
  • αφαλός
  • αφουγκράζομαι
  • άφτερος
  • αχαμνός
  • αχτίνα

Β

  • βάζω κέρατα
  • βαράω
  • βάσανο
  • βάφω
  • βδομάδα
  • Βίκυ
  • βιος
  • βίπερ
  • βλαμμένος
  • βλάφτει
  • βλάφτηκα
  • βλάφτω
(previous page) (next page)
Retrieved from "https://en.wiktionary.org/w/index.php?title=Category:Greek_colloquialisms&oldid=66108344"
Categories:
  • Greek terms by usage
  • Colloquialisms by language
Hidden categories:
  • Pages using the DynamicPageList extension
  • Pages using catfix
  • Categories calling Template:auto cat

  • indonesia
  • Polski
  • العربية
  • Deutsch
  • English
  • Español
  • Français
  • Italiano
  • مصرى
  • Nederlands
  • 日本語
  • Português
  • Sinugboanong Binisaya
  • Svenska
  • Українська
  • Tiếng Việt
  • Winaray
  • 中文
  • Русский
Sunting pranala
Pusat Layanan

UNIVERSITAS TEKNOKRAT INDONESIA | ASEAN's Best Private University
Jl. ZA. Pagar Alam No.9 -11, Labuhan Ratu, Kec. Kedaton, Kota Bandar Lampung, Lampung 35132
Phone: (0721) 702022
Email: pmb@teknokrat.ac.id