συννεφιασμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Pronunciation
Participle
συννεφιασμένος • (synnefiasménos) m (feminine συννεφιασμένη, neuter συννεφιασμένο)
- perfect participle of συννεφιάζω (synnefiázo): cloudy, clouded, clouded over, overclouded
Declension
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συννεφιασμένος (synnefiasménos) | συννεφιασμένη (synnefiasméni) | συννεφιασμένο (synnefiasméno) | συννεφιασμένοι (synnefiasménoi) | συννεφιασμένες (synnefiasménes) | συννεφιασμένα (synnefiasména) | |
genitive | συννεφιασμένου (synnefiasménou) | συννεφιασμένης (synnefiasménis) | συννεφιασμένου (synnefiasménou) | συννεφιασμένων (synnefiasménon) | συννεφιασμένων (synnefiasménon) | συννεφιασμένων (synnefiasménon) | |
accusative | συννεφιασμένο (synnefiasméno) | συννεφιασμένη (synnefiasméni) | συννεφιασμένο (synnefiasméno) | συννεφιασμένους (synnefiasménous) | συννεφιασμένες (synnefiasménes) | συννεφιασμένα (synnefiasména) | |
vocative | συννεφιασμένε (synnefiasméne) | συννεφιασμένη (synnefiasméni) | συννεφιασμένο (synnefiasméno) | συννεφιασμένοι (synnefiasménoi) | συννεφιασμένες (synnefiasménes) | συννεφιασμένα (synnefiasména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συννεφιασμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συννεφιασμένος, etc.)
References
- συννεφιάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language