Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πίσω (píso, “back, behind”) + -ινός (-inós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πισινός • (pisinós) m (feminine πισινή, neuter πισινό)
Declension
[edit]Declension of πισινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πισινός • | πισινή • | πισινό • | πισινοί • | πισινές • | πισινά • |
genitive | πισινού • | πισινής • | πισινού • | πισινών • | πισινών • | πισινών • |
accusative | πισινό • | πισινή • | πισινό • | πισινούς • | πισινές • | πισινά • |
vocative | πισινέ • | πισινή • | πισινό • | πισινοί • | πισινές • | πισινά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πισινός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πισινός, etc.) |
Derived terms
[edit]- πισινό φανάρι n (pisinó fanári, “taillight”)
Noun
[edit]πισινός • (pisinós) m (plural πισινοί)
Declension
[edit]Declension of πισινός
Derived terms
[edit]- πισινό φανάρι n (pisinó fanári)