μπλε
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Etymology
Adjective
μπλε • (ble) (indeclinable)
Coordinate terms
shades of blue
- ανοιχτό μπλε (anoichtó ble, “light blue”)
- βαθύ μπλε (vathý ble, “deep blue”)
- γαλάζιος (galázios, “sky blue”)
- γαλανός (galanós, “pale blue”)
- θαλασσής (thalassís, “sea blue”)
- κυανός (kyanós, “cyan, azure”)
- μαβής (mavís, “mauve”)
- μπλε μαρίν (ble marín, “navy blue”)
- ουρανής (ouranís, “sky blue”)
- σκούρο μπλε (skoúro ble, “dark blue”)
See also
λευκό (lefkó) | γκρι (gkri) | μαύρο (mávro) |
κόκκινο (kókkino); βυσσινί (vyssiní) | πορτοκαλί (portokalí); καφέ (kafé) | κίτρινο (kítrino); κρεμ (krem) |
λαχανί (lachaní) | πράσινο (prásino) | |
κυανό (kyanó); βαθυκύανο (vathykýano) | γαλάζιο (galázio) | μπλε (ble) |
ιόχρους (ióchrous); ινδικό (indikó) | ματζέντα (matzénta); μωβ (mov) | ροζ (roz) |
Further reading
- μπλε on the Greek Wikipedia.Wikipedia el