κρίσιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Adjective
κρίσιμος • (krísimos) m (feminine κρίσιμη, neuter κρίσιμο)
Declension
Declension of κρίσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κρίσιμος • | κρίσιμη • | κρίσιμο • | κρίσιμοι • | κρίσιμες • | κρίσιμα • |
genitive | κρίσιμου • | κρίσιμης • | κρίσιμου • | κρίσιμων • | κρίσιμων • | κρίσιμων • |
accusative | κρίσιμο • | κρίσιμη • | κρίσιμο • | κρίσιμους • | κρίσιμες • | κρίσιμα • |
vocative | κρίσιμε • | κρίσιμη • | κρίσιμο • | κρίσιμοι • | κρίσιμες • | κρίσιμα • |
Related terms
- see: κρίση f (krísi, “crisis”)