ενεχυροδανειστήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Noun
ενεχυροδανειστήριο • (enechyrodaneistírio) n (plural ενεχυροδανειστήρια)
Declension
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενεχυροδανειστήριο (enechyrodaneistírio) | ενεχυροδανειστήρια (enechyrodaneistíria) |
genitive | ενεχυροδανειστηρίου (enechyrodaneistiríou) ενεχυροδανειστήριου (enechyrodaneistíriou) |
ενεχυροδανειστηρίων (enechyrodaneistiríon) |
accusative | ενεχυροδανειστήριο (enechyrodaneistírio) | ενεχυροδανειστήρια (enechyrodaneistíria) |
vocative | ενεχυροδανειστήριο (enechyrodaneistírio) | ενεχυροδανειστήρια (enechyrodaneistíria) |
Related terms
- see: ενεχυριάζω (enechyriázo, “to pawn”)