Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλκοολικός • (alkoolikós) m (feminine αλκοολική, neuter αλκοολικό)
- Of or pertaining to alcohol
- αλκοολική ζύμωση ― alkoolikí zýmosi ― alcoholic fermentation
- (medicine) alcoholic, describing an abuser of alcohol
Declension
[edit]Declension of αλκοολικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλκοολικός • | αλκοολική • | αλκοολικό • | αλκοολικοί • | αλκοολικές • | αλκοολικά • |
genitive | αλκοολικού • | αλκοολικής • | αλκοολικού • | αλκοολικών • | αλκοολικών • | αλκοολικών • |
accusative | αλκοολικό • | αλκοολική • | αλκοολικό • | αλκοολικούς • | αλκοολικές • | αλκοολικά • |
vocative | αλκοολικέ • | αλκοολική • | αλκοολικό • | αλκοολικοί • | αλκοολικές • | αλκοολικά • |
Related terms
[edit]- αλκοολούχος (alkooloúchos, “alcoholic”) (containing alcohol)
- and see: αλκοόλ n (alkoól, “alcohol”)
Noun
[edit]αλκοολικός • (alkoolikós) m (plural αλκοολικοί, feminine αλκοολική)
Declension
[edit]Declension of αλκοολικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλκοολικός • | αλκοολικοί • |
genitive | αλκοολικού • | αλκοολικών • |
accusative | αλκοολικό • | αλκοολικούς • |
vocative | αλκοολικέ • | αλκοολικοί • |